μορφονιός — ο 1. όμορφος νέος: Στο καφενείο δούλευε ένας μορφονιός. 2. (ειρωνικά), νέος που παριστάνει τον όμορφο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Karagiozis — (Greek: Καραγκιόζης , from Turkish: Karagöz ) is a shadow puppet and fictional character of Greek traditional folklore inspired from an Ottoman Turkish counterpart who was known as Karagöz . He is the main character of the tales narrated in the… … Wikipedia
Karaghiosis — à Athènes Lieux d utilisation Grèce Manipulateurs célèbres Evgenios Spatharis … Wikipédia en Français
ομορφονιός — και μορφονιός, ιά 1. ωραίος, όμορφος νέος, ομορφόπαιδο 2. ειρων. νεαρός που καλλωπίζεται περισσότερο απ ό,τι πρέπει, που ναρκισσεύεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < όμορφος + νιός] … Dictionary of Greek
ομορφονιός — ομορφονιός, ο και μορφονιός, ο θηλ. ιά όμορφος νέος, παλικάρι, λεβέντης· ομορφονιά και μορφονιά, η, ωραία κοπέλα, όμορφη κόρη: ...Η μορφονιά που κάποτε αγαπούσαμε, προσμένει το φτωχό καραβοκύρη (Πορφύρας) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τριγύρισμα — το, ατος 1. περπάτημα τριγύρω, περιφορά, περιπλάνηση: Τριγυρίσματα στην πόλη. 2. περιστοίχιση, περιτριγύρισμα: Τριγύρισμα του κήπου με συρματόπλεγμα. 3. επίμονη επιδίωξη ή ερωτική πολιορκία: Πολλά τριγυρίσματα της κάνει ο μορφονιός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)